- περιδράττεσθαι
- περιδράσσομαιgrasppres inf mp (attic)περιδράσσομαιgrasppres inf mp (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιδράσσομαι — και περιδράττομαι, ΜΑ 1. πιάνω με τα δυο μου χέρια, περιαδράχνω («ἴχνη ποδῶν καὶ χειρῶν ὡς ἀντελαμβάνετο και περιεδράττετο», Πλούτ.) 2. μτφ. είμαι προσκολλημένος, αφοσιωμένος σε κάποιον («Χριστοῑο περιδράττεσθαι», Γρηγ. Ναζ.) 3. συλλαμβάνω με τον … Dictionary of Greek